- παρατεταμένος
- παρατείνωstretch out alongperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βρονταριά — η 1. ο παρατεταμένος κρότος της βροντής 2. οποιοσδήποτε ισχυρός παρατεταμένος κρότος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντάρα «μεγάλη, ισχυρή βροντή» < βροντή] … Dictionary of Greek
παρατείνομαι — παρατείνομαι, παρατάθηκα, παρατεταμένος βλ. πίν. 188 Σημειώσεις: παρατείνομαι : η μτχ. παρατεταμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ μεγάλης διάρκειας, π.χ. παρατεταμένη σιωπή) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασκόλαστος — η, ο 1. αυτός που δεν σχόλασε ακόμη, που δεν σταμάτησε ακόμη τη δουλειά του ή τα μαθήματα («οι εργάτες ή οι μαθητές είναι ακόμη ασκόλαστοι») 2. εκείνος που δεν έχει τελειώσει ακόμη («η λειτουργία είναι ακόμη ασκόλαστη») 3. ο παρατεταμένος, ο… … Dictionary of Greek
ασώπαστος — η, ο 1. αυτός που δεν σώπασε, που εξακολουθεί ν ακούγεται 2. φλύαρος 3. ακοίμητος, άσβεστος 4. συνεχής, παρατεταμένος … Dictionary of Greek
ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… … Dictionary of Greek
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
παρατεταμένως — ΝΑ νεοελλ. κατά παράταση, επί πολύ χρονικό διάστημα αρχ. εκτεταμένα, με παράταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρατεταμένος τού παρατείνω] … Dictionary of Greek
σπασμός — ο, ΝΜΑ [σπάω / σπῶ] 1. βίαια σύσπαση ενός ή πολλών μυών 2. καθεμία από τις συσπάσεις κατά την κρίση επιληψίας νεοελλ. 1. ιατρ. ακούσια συστολή μεμονωμένων μυών ή ολόκληρων μυικών ομάδων που μπορεί να είναι συνεχής, διακεκομμένη ή εναλλάξ συνεχής… … Dictionary of Greek
συρματικός — (I) ή, όν, ΜΑ [σύρμα, ατος] 1. (για φωνή ή τόνο) παρατεταμένος, μακρός 2. φρ. «συρματική φωνή» ή, απλώς, «συρματική» ένας από τους τόνους τής βυζαντινής μουσικής («οἱ τὰ... εὐαγγέλια μανθάνοντες μυοῡνται πρῶτον τοὺς τόνους ὀξεῑαν καὶ συρματικήν» … Dictionary of Greek
υπερπυρεξία — η, Ν πολύ υψηλός, ενδεχομένως και παρατεταμένος, πυρετός, κατά τον οποίο η θερμοκρασία τού σώματος υπερβαίνει τους σαράντα βαθμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperpyrexia < ὑπερ * + πυρεξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην… … Dictionary of Greek